αἰχμαλωτίζεται

αἰχμαλωτίζεται
αἰχμαλωτίζω
take prisoner
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • пленѧѥмъ — (7*) прич. страд. наст. к пленѧти. 1.В 1 знач.: Рюрикъ же… жити хотѧ въ братолюбьи. паче же и хр(с)ть˫анъ дѣлѧ плѣнѧемы [в др. сп. плѣнѧемых] по всѧ д҃ни ѿ поганыхъ и пролить˫а крови ихъ не хотѧ видити… състѹпи(с) емѹ [Святославу] старѣшиньства и …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • пленѧтисѧ — ПЛЕНѦ|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Страд. к пленѧти в 1 знач. Перен.: празньныи же ѿ тмы бѣсовъ плѣнѧеть(с). (αἰχμαλωτίζεται) ПНЧ к. XIV, 42а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ανδράποδον — ἀνδράποδον, το (Α) 1. αιχμάλωτος που τον πουλούν ως δούλο, δούλος 2. άναντρος, άβουλος, δουλοπρεπής άντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. ανδράποδα, αναλογικά προς το τετράποδα (πρβλ. τετραπόδων πάντων και… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκοξενία — η βιολ. περίπτωση συνοίκησης μερικών μυρμηκόφιλων ειδών, κατά την οποία ένα ζώο που αιχμαλωτίζεται από μυρμήγκια γίνεται αντικείμενο τών φροντίδων τους και τρέφεται από τα αβγά τους, ενώ τα μυρμήγκια που τό φιλοξενούν παίρνουν από το ζώο ένα υγρό …   Dictionary of Greek

  • Χωραφάς — Επώνυμο κεφαλονίτικης οικογένειας στρατιωτικών, λογίων και επιστημόνων, η οποία κατάγεται, σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση, από τους Caraffa τηςΝάπολης. Γενάρχης της θεωρείται ο Μάξιμος X., από τον οποίο προήλθαν δύο κλάδοι, ένας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”